Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῶν διαφυγόντων ϑάνατον

См. также в других словарях:

  • επανειπείν — ἐπανειπεῑν (Α) επικηρύσσω δημόσια, υπόσχομαι αμοιβή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες ἐπανεῑπον ἀργύριον τῷ ἀποκτείναντι» καταδίκασαν σε θάνατο αυτούς που διέφυγαν και επικήρυξαν, υποσχέθηκαν χρήματα σε όποιον σκοτώσει κάποιον από αυτούς,… …   Dictionary of Greek

  • καταγιγνώσκω — (AM καταγιγνώσκω και καταγινώσκω) 1. αποφαίνομαι καταδικαστικά για κάποιον, κηρύσσω ένοχο (α. «κατέγνωσαν δειλία στους στρατιώτες» β. «τούτου μὴ καταγινώσκειν φόνον», Λυσ.) 2. επιβάλλω κάτι ως ποινή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες», Θουκ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»